- αγκαθωτό σύρμα
- τοStacheldraht m
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
συρματόπλεγμα — Εμπόδιο εδάφους από λείο ή αγκαθωτό σύρμα. Χρησιμοποιείται για την αναχαίτιση του εχθρικού πεζικού. Τα πρώτα σ. εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και ήταν συρμάτινα δίχτυα. Αγκαθωτό σύρμα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον πόλεμο των… … Dictionary of Greek
συρματόπλεγμα — το, ατος 1. πλέγμα από σύρμα. 2. πλέγμα από αγκαθωτό σύρμα που χρησιμοποιείται για το φράξιμο κάποιου χώρου: Έφραξε με συρματόπλεγμα το αμπέλι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκαθωτός — ή, ό αυτός που έχει αγκάθια: Στο φράχτη είχαν βάλει και σύρμα αγκαθωτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)